- ἐγκαλλωπίζομαι
- ἐγκαλλωπίζομαιtake pride inpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκαλλωπίζομαι — (AM ἐγκαλλωπίζομαι Μ και ἐγκαλλωπίζω) 1. περηφανεύομαι, καυχιέμαι 2. καμαρώνω μσν. ( ω) ομορφαίνω κάτι … Dictionary of Greek
ἐγκαλλωπίζεσθε — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres imperat mp 2nd pl ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres ind mp 2nd pl ἐγκαλλωπίζομαι take pride in imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλλωπιζόμεθα — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres ind mp 1st pl ἐγκαλλωπίζομαι take pride in imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλλωπιζόμενον — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres part mp masc acc sg ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλλωπισάμενον — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in aor part mp masc acc sg ἐγκαλλωπίζομαι take pride in aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλλωπίζου — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐγκαλλωπίζομαι take pride in imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλλωπίζῃ — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres subj mp 2nd sg ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλλωπίσομαι — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in aor subj mp 1st sg (epic) ἐγκαλλωπίζομαι take pride in fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλλωπιζομένη — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλλωπιζομένου — ἐγκαλλωπίζομαι take pride in pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)